ΠΣΑΕΠ Απαντήσεις της δικηγόρου Σοφίας Σιδερά για το 36μηνο


Όπως είχαμε δεσμευτεί και σε παλιότερή μας ανακοίνωση, σας παρουσιάζουμε τις απαντήσεις που μας έδωσε η δικηγόρος Σοφία Σιδερά στα ερωτήματα που έθεσαν τα μέλη του ΠΣΑΕΠ σχετικά με το 36μηνο. 


Το συγκεκριμένο θέμα, που αφορά τους αναπληρωτές που έχουν ή θα αποκτήσουν 36 μήνες προϋπηρεσίας,  έχει απασχολήσει απο την αρχή της χρονιάς τον ΠΣΑΕΠ , ο οποίος έχει επικοινωνήσει με την ΔΟΕ και με δικηγόρους προκειμένου να διερευνήσει το νομικό πλαίσιο για την μονιμοποίηση αναπληρωτών μέσω της προϋπηρεσίας. 





1.Τι είναι το 36μηνο;
 Το 36μηνο, είναι το ελάχιστο χρονικό διάστημα κατά το οποίο πρέπει κάποιος να έχει συμβληθεί με το Δημόσιο, προκειμένου να μπορέσει να συμμετάσχει στις δικαστικές ενέργειες που θα ακολουθήσουν.
2.Ποια επιχειρήματα μπορούν να υπάρχουν για την προάσπιση της  προϋπηρεσίας ενός εκπαιδευτικού με βάση το 36μηνο;
Η προϋπηρεσία αυτή αποδεικνύεται με τα έγγραφα τα οποία εκδίδονται από την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αποτελούν στοιχείο που αποδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν επωμισθεί το βάρος προκειμένου να μην δαπανηθούν χρήματα για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, παρότι καλύπτουν πάγιες και μόνιμες ανάγκες του Δημοσίου. Επιπλέον, ορίζεται ότι απαιτείται 36 μηνών προϋπηρεσία, καθώς οι εκπαιδευτικοί που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το ζήτημα της μη μονιμοποίησής τους μολονότι είχαν συμπληρώσει (τουλάχιστον) 36 μήνες προϋπηρεσίας, δικαιώθηκαν και η Ιταλία καλείται ήδη να προβεί στην μονιμοποίηση ή την αποζημίωσή τους.
3. Τι έγινε στην Ιταλία με το 36μηνο;
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου έκρινε την προσφυγή που άσκησε το συνδικάτο των Ιταλών εκπαιδευτικών ANIEF και συγκεκριμένα οι εκπαιδευτικοί που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το ζήτημα της μη μονιμοποίησής τους μολονότι είχαν συμπληρώσει (τουλάχιστον) 36 μήνες προϋπηρεσίας, δικαιώθηκαν και η Ιταλία καλείται ήδη να προβεί στην μονιμοποίηση ή την αποζημίωσή τους. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του Γ΄ Τμήματός του της 26ης Νοεμβρίου 2014 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C22/13, C61/13 έως C63/13 και C418/13, με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσες, αφενός, από το Tribunale di Napoli (Ιταλία), αφετέρου, από το Corte costituzionale (Ιταλία), με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2013, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Ιουλίου 2013 (C418/13), εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία: «Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, βάσει της οποίας είναι δυνατή η ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη κενών και ελεύθερων θέσεων διδασκόντων και διοικητικού, τεχνικού και επικουρικού προσωπικού στα υπό κρατική διαχείριση σχολεία, έως την ολοκλήρωση διαγωνισμών για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, χωρίς να ορίζονται συγκεκριμένες προθεσμίες για την ολοκλήρωση των διαγωνισμών αυτών και αποκλειομένης εντελώς, για τους διδάσκοντες αυτούς και το εν λόγω προσωπικό, της δυνατότητας προβολής αξιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως έχουν υποστεί λόγω της προαναφερθείσας ανανεώσεως.». Στο Δικαστήριο αυτό παρενέβη και η Ελλάδα υποβάλλοντας γραπτές παρατηρήσεις (C418/13) με στόχο να μην εκδοθεί θετική απόφαση. Η Ελληνική Κυβέρνηση προέβαλε ότι δεν θα ήταν σκόπιμη η υπαγωγή της εκπαίδευσης στις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου σχετικά με την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό και έκρινε δεσμευτικά και για την Ελλάδα ότι η συμφωνία-πλαίσιο δεν αποκλείει κανένα συγκεκριμένο κλάδο από το πεδίο εφαρμογής της και, συνεπώς, έχει εφαρμογή στο προσωπικό που προσλαμβάνεται στον κλάδο της εκπαίδευσης. Η αναλογία της περίπτωσης των Ιταλών εκπαιδευτικών με αυτή των Ελλήνων που έχουν συμπληρώσει 36 μήνες προϋπηρεσίας, είναι προφανής. Αμφότεροι έχουν επωμισθεί το βάρος προκειμένου να μην δαπανηθούν χρήματα για πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, παρότι, επί της ουσίας, καλύπτουν πάγιες, μόνιμες και διαρκείς ανάγκες (οργανικά κενά) και όχι προσωρινές και έκτακτες.
4. Στην Κύπρο διορίστηκαν  εκπαιδευτικοί με το 36μηνο;
Η αναγνώριση του καθεστώτος του Αορίστου Χρόνου και στην Εκπαίδευση αποτελεί ηλιαχτίδα για τους επηρεαζόμενους εκπαιδευτικούς. Την απόφαση να καταστούν αορίστου χρόνου οι μη μόνιμοι εκπαιδευτικοί που έχουν εργαστεί στο εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου πέραν των 30 μηνών έλαβε το Υπουργικό Συμβούλιο της Κύπρου. Ως εκ τούτου, η  Ομάδα Πρωτοβουλίας Αντικαταστατών και Συμβασιούχων Εκπαιδευτικών Δημοτικής, Προδημοτικής και Ειδικής Εκπαίδευσης  έχει ήδη πραγματοποιήσει κατ' ιδίαν συναντήσεις με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα της Κύπρου, με την Παγκύπρια Συνομοσπονδία Γονέων καθώς επίσης και με τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού κύριο Κώστα Καδή. Στις συναντήσεις αυτές έχει αναλυθεί εκτενώς το δίκαιο αίτημα των επηρεαζόμενων εκπαιδευτικών που έχουν συμπληρώσει ή αναμένεται να συμπληρώσουν τους 30 μήνες προϋπηρεσίας αθροιστικά, όπως αναγνωριστούν ως Αορίστου Χρόνου Έκτακτοι Εκπαιδευτικοί. Στον άξονα αυτόν έχει στηριχθεί η κατάθεση πρότασης νόμου στην Ολομέλεια της Βουλής εκ μέρους του βουλευτή κ. Πανίκου Λεωνίδου, έτσι ώστε :
 Α) να καταστούν αορίστου χρόνου όλοι οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί ορισμένου χρόνου που συμπληρώνουν τριάντα (30) μήνες υπηρεσίας (είτε ως συμβασιούχοι/έκτακτοι είτε ως αντικαταστάτες είτε ως αθροιστική υπηρεσία των δύο) στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, και
Β) η μεταβατική περίοδος για την παράλληλη εφαρμογή του Πίνακα Διοριστέων και του Πίνακα Διορισίμων να παραταθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2028, αντί για την 31η Αυγούστου 2027, που ισχύει σήμερα και η αποκλειστική εφαρμογή της πρόσληψης εκπαιδευτικών λειτουργών από του Πίνακα Διορισίμων να ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2029.
Η εν λόγω πρόταση δικαιώνει όλους τους επηρεαζόμενους εκπαιδευτικούς και εναρμονίζει τις πρόνοιες της κυπριακής νομοθεσίας για το καθεστώς αορίστου χρόνου με την ευρύτερη ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Δυστυχώς όμως, ενώ η συγκεκριμένη τροπολογία έχει κατατεθεί εδώ και ένα έξι μήνες περίπου στην Επιτροπή Παιδείας της Βουλής, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας κ. Κυριάκος Χατζηγιάννης δεν το έχει θέσει ως θέμα για συζήτηση, με αποτέλεσμα πρόταση νόμου να βρίσκεται στο περιθώριο. 
5. Πόσο κοστίζει μια προσφυγή για το 36μηνο;
Το κόστος της προσφυγής θα διαμορφωθεί με βάση τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών. Σε κάθε περίπτωση το χρηματικό ποσό θα είναι συμβολικό.
6.Τι κινήσεις έχουν γίνει στην Ελλάδα με βάση το 36μηνο, έχουν διοριστεί άλλες ειδικότητες;
Στην Ελλάδα έχουν πραγματοποιηθεί αντίστοιχες κινήσεις σχετικά με υπαλλήλους σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, οι οποίοι ζητούν να πάψουν οι αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και να μονιμοποιηθούν συνάπτοντας συμβάσεις αορίστου χρόνου με το Δημόσιο. Ο Άρειος  Πάγος όμως έκρινε ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν μπορούν, λόγω ακριβώς του ότι προσκρούουν στο άρθρο 103 του Συντάγματος, να μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον, το γραφείο μας έχει ήδη καταθέσει δύο αγωγές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του Υπουργείου Παιδείας και κατά του Ελληνικού Δημοσίου και η συζήτησή τους αναμένεται για τις 02-10-2018, έπειτα από αναβολή που έχει αιτηθεί το Δημόσιο λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης των φακέλων των εκπαιδευτικών. Περαιτέρω, η υπ’ αριθ.1198/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου δέχτηκε ότι «μεταξύ υπαλλήλων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και της Δ.Ε.Η. Α.Ε., υπήρχε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και η μη αποδοχή της εργασίας των υπαλλήλων μετά τη λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου συνιστά καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου η οποία είναι άκυρη καθώς δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως.» Αποφασίσθηκε δε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη  και να υποχρεωθεί η Δ.Ε.Η. Α.Ε. να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των υπαλλήλων. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους «εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου», κατά τη συμφωνία-πλαίσιο, όπως διατυπώνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεώς τους στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. απόφαση Fiamingo κ.λπ., EU:C:2014:2044, σκέψεις 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται, επομένως, στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεσμεύονται από σύμβαση εργασίας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας και υπό τη μόνη επιφύλαξη του περιθωρίου εκτιμήσεως που παρέχει στα κράτη μέλη η ρήτρα 2, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου όσον αφορά την εφαρμογή της σε ορισμένες κατηγορίες συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, καθώς και την εξαίρεση, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου, των προσωρινώς απασχολουμένων εργαζομένων (βλ. απόφαση Fiamingo κ.λπ., EU:C:2014:2044, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, η συμφωνία-πλαίσιο δεν αποκλείει κανένα συγκεκριμένο κλάδο από το πεδίο εφαρμογής της και, συνεπώς, έχει εφαρμογή στο προσωπικό που προσλαμβάνεται στον κλάδο της εκπαίδευσης (βλ. συναφώς, απόφαση Fiamingo κ.λπ., EU:C:2014:2044, σκέψη 38).
7.Έσεις πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα να γίνει και στην Ελλάδα ότι έγινε στην Ιταλία και την Κύπρο;
Στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/ και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Η Ελλάδα έχει υποχρέωση να σέβεται τις κοινοτικές οδηγίες αλλιώς καλείται να λογοδοτήσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καθώς υπέχει ευθύνη από την μη εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμά τους. Επομένως, η πιθανότητα η Ελλάδα να ακολουθήσει την οδό που ακολουθήθηκε στην Ιταλία και στην Κύπρο και να συμμορφωθεί με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ είναι μεγάλη και σε κάθε περίπτωση υπάρχει η προοπτική της προσφυγής μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην περίπτωση που δεν θα δικαιωθούμε στα πλαίσια της Ελλάδας. Οι ελπίδες είναι μεγάλες και τα δείγματα της πρόσφατης νομολογίας του Αρείου Πάγου είναι θετικά (βλ. ανωτέρω νομολογία ΑΠ1198/2017).
8. Σε πόσο χρονικό διάστημα θα έχουμε κάποια απόφαση από δικαστήριο για το 36μηνο;
 Από τη στιγμή που θα καταθέσουμε την αγωγή μας σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η δικάσιμος ορίζεται σε 8 με 10 μήνες περίπου. Έπειτα, από την ημερομηνία της δικασίμου μέχρι την έκδοση της απόφασης μεσολαβούν 6 με 8 μήνες. Σε περίπτωση αναβολής η επόμενη δικάσιμος ορίζεται σε ένα χρόνο από την αρχική. Η αναβολή που δικαιούται να ζητήσει κάθε διάδικος ορίζεται σε μία.
9. Εάν υπάρξει απόφαση υπέρ του 36μηνου το κράτος μπορεί να την αγνοήσει;
 Κατ’ αρχήν ο νομοθέτης δεν μπορεί να υποχρεωθεί να νομοθετήσει. Περαιτέρω η διοίκηση για να εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση θα πρέπει να γίνουν, αν χρειάζεται, οι απαραίτητες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Επομένως, είναι πολύ πιθανό το κράτος να αδιαφορήσει. Όμως από αυτή τη συμπεριφορά του πρώτον θα δημιουργηθεί υπέρ σας δικαίωμα αποζημίωσης λόγω της αστικής ευθύνης του κράτους και δεύτερον το ελληνικό κράτος θα λογοδοτήσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι το κράτος θα υποχρεωθεί να συμμορφωθεί είτε αποζημιώνοντάς σας είτε μετατρέποντας τις συμβάσεις σε αορίστου χρόνου.
10. Εάν υπάρξει απόφαση υπέρ του 36μηνου μπορεί αυτή να μην εφαρμοστεί βάση τους περιορισμούς της τρόικας για προσλήψεις στην παιδεία ;
 Το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και τα ανώτατα δικαστήρια προκρίνουν πλέον σε κάθε ενέργεια ή δικαστική απόφασή τους το Δημόσιο συμφέρον, το οποίο τα τελευταία έτη έχει αντικατασταθεί από το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου. Σε αυτή την περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να φέρει ως δικαιολογία η Διοίκηση ότι προέχει το συμφέρον του Ελληνικού Δημοσίου καθώς αυτό επιτάσσουν οι προσταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί βάσιμο ισχυρισμό, καθώς η κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ επιτάσσει ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/ και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/ και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επομένως το ελληνικό κράτος υποχρεούται να ακολουθήσει την κοινοτική οδηγία που είναι δεσμευτική ως προς το αποτέλεσμά της και επαφίεται στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τα μέσα με τα οποία θα εφαρμοστεί. Σε κάθε περίπτωση με το να σας προσλαμβάνει με συμβάσεις ορισμένου χρόνου κάθε χρόνο, η βλάβη που θα προκύψει ταμειακά λόγω της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με την θεώρηση των συμβάσεών σας ως αορίστου χρόνου και την μονιμοποίηση σας.
11. Εάν η απόφαση μας δικαιώσει τότε το κράτος θα πρέπει να μας διορίσει ή μπορεί και να μας δώσει κάποια αποζημίωση ;
Σημασία έχει το ποιο θα είναι ακριβώς το αίτημά μας στην αγωγή. Αν αίτημά μας είναι η παροχή αποζημίωσης βάσει των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ και 106 ΕισΝΑΚ τότε το δικαστήριο θα κρίνει με βάση αυτό. Αν αίτημά μας είναι η μετατροπή της σύμβασης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου, λόγω της λήξης της σύμβασης ορισμένου χρόνου και της συνακόλουθης μη αποδοχής από το Δημόσιο της εργασίας σας τότε το δικαστήριο θα κρίνει αναλόγως, όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση με τους υπαλλήλους της Δ.Ε.Η.. 
12. Αν εφαρμοστεί ο νόμος θα ισχύει και για όσους αποκτήσουν μετέπειτα 36 μήνες προϋπηρεσίας;
Εφόσον ο νομοθέτης προβεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες θα ορίζουν ότι με 36 μήνες προϋπηρεσία σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προσλαμβάνεσαι στο Δημόσιο με σύμβαση αορίστου χρόνου, τότε αυτό θα έχει εφαρμογή και σε μετέπειτα συναδέρφους σας που ακόμη δεν έχουν συμπληρώσει το ζητούμενο χρονικό διάστημα προκειμένου να συμμετάσχουν στην αγωγή. Σε κάθε περίπτωση σημασία έχει η κρίση του νομοθέτη και το τι θα ορίζει η απόφαση του δικαστηρίου. 
13. Μπορούμε να έχουμε συμπληρώσει το 36μηνο έχοντας δουλέψει και σε άλλους τομείς του δημοσίου πέραν της εκπαίδευσης;
 Οι 36 μήνες προϋπηρεσίας πρέπει να έχουν συντελεσθεί στην πρωτοβάθμια ή την δευτεροβάθμια εκπαίδευση από αναπληρωτή ή ωρομίσθιο εκπαιδευτικό, όπως αυτό θα προκύπτει από τις αντίστοιχες βεβαιώσεις προϋπηρεσίας σας και τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η προϋπηρεσία σε ιδιωτικά σχολεία δεν θα προσμετρηθεί.
***
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004). Ορίζει δε το άρθρο 5 του τελευταίου  αυτού π.δ/τος τα εξής:  "1  Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του Ιδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα  και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης... 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου π.δ/τος η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό "το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του", ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν, κατά τα προαναφερόμενα, από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από 10-7- 2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή.


Σχόλια